τζιμπώ

τζιμπώ
Ν
βλ. τσιμπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσιμπώ — τζιμπῶ, άω, ΝΜ 1. συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα, ιδίως με τον δείκτη και τον αντίχειρα, προκαλώντας πόνο 2. συνεκδ. τρυπώ, κεντώ (α. «τόν τσίμπησε κουνούπι» β. «τόν τσίμπησε με μια καρφίτσα») νεοελλ. 1. (για πτηνό) α) πιάνω την τροφή με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”